νιτρωδοένωση

νιτρωδοένωση
η
συν. στον πληθ. οι νιτρωδοενώσεις
χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους μία ρίζα νιτρωδυλίου απευθείας ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα ή με ένα άτομο αζώτου, αλλ. νιτρωδοπαράγωγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”